λάρε

λάρε
λάρος
sea-mew
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λαρέ, Ντομινίκ-Ζαν, βαρόνος του- — (Dominique Jean baron de Larrey, 1766 – 1842). Γάλλος στρατιωτικός γιατρός και ακαδημαϊκός. Ακολούθησε τον Μεγάλο Ναπολέοντα σε όλες τις εκστρατείες του. Ήταν πολύ δραστήριος και για τον λόγο αυτό είχε ονομαστεί «θεία πρόνοια του στρατιώτη». Ο Λ …   Dictionary of Greek

  • χειρουργική — Κλάδος της ιατρικής, ο οποίος ασχολείται με τις παθολογικές καταστάσεις και νόσους, που θεραπεύονται με μηχανικά κυρίως μέσα συνήθως με επεμβάσεις, στις οποίες χρησιμοποιούνται ειδικά εργαλεία. Η χ. υπήρξε ασφαλώς η πρώτη ιατρική του ανθρώπου, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”